- τριχῇ
- τριχῆin three partsindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριχῆ — in three parts indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχή — και δ. γρφ. τριχῆ, Α επίρρ. σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τρίχα* (Ι)· [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία + ουρανικό πρόσφυμα (α)χ + επιρρμ. κατάλ. ῇ (πρβλ. τετρ αχ ῇ)] … Dictionary of Greek
τριχῆι — τριχῇ , τριχῆ in three parts indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχής — Α [τριχῇ / τριχῆ] επίρρ. πιθ. τριχῇ* … Dictionary of Greek
HIEMS — ex Aeolico χειμᾶς, ut haber Salmas. ad Solin. p. 310. in tres partes ab antiquissimis Graecis divisa est, quarum mediam Brumae assignabant. Galenus, de anni partitione, secundum Hippocratem, Epidem. princ. Οἱ δ᾿ ἀυτοὶ καὶ τὸν χειμῶνα τριχῆ… … Hofmann J. Lexicon universale
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… … Dictionary of Greek
ԵՌԱԿԻ — ( ) NBH 1 0661 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 11c, 14c մ. τριχῆ, χα tripliciter, trifariam Տ. ԵՐՐԱԿԻ. իրեք կերպով. *Եռակի զսպայսն բաժանելով՝ երիս քաղաքս բնակեցուցանել. Պղատ. օրին. ՟Գ: *Եռակի տրամատի ամանակացն զանազանութիւն, ի ներկայս,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)